- κραναηπεδος
- κραναήπεδοςκραναή-πεδος2с каменистой почвой, каменистый
(Δῆλος HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Δῆλος HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — with hard rocky soil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)